φυσίγγι

φυσίγγι
1) náboj
2) patrona

Ελληνικά-Τσεχικής chlovar. 2008.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φυσίγγι(ο) — το μικρός κυλινδρικός σωλήνας που περιέχει γόμωση από μπαρούτι και έχει στο μπροστινό του μέρος τη βολίδα ή τα σκάγια, το φισέκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φύσιγγι — φύ̱σιγγι , φῦσιγξ blister fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”